- χειρογραφία
- ἡ, ΜΑ [χειρογράφος]ιδιόχειρη γραφή, γράψιμο με το ίδιο το χέρι κάποιου («ἐπηκολούθηκα τῇ αὐθεντικῇ χειρογραφίᾳ», πάπ.)αρχ.1. ένορκη δήλωση ή κατάθεση2. χειρόγραφο3. τυπική έκφραση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειρογραφίας — χειρογραφίᾱς , χειρογραφία report in writing fem acc pl χειρογραφίᾱς , χειρογραφία report in writing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek